πληκτισμός

πληκτισμός
ὁ, ΜΑ [πληκτίζομαι]
μσν.
1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι
2. εκκλ. το επιτίμιον*.
αρχ.
το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πληκτισμός — amorous toying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτισμοί — πληκτισμός amorous toying masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτισμοῦ — πληκτισμός amorous toying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”